Κατά
τη διάσταση των γονέων το δικαστήριο αποφασίζει τόσο προσωρινά μετά την άσκηση
αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων όσο και οριστικά
κατόπιν της άσκησης αγωγής για την ανάθεση της επιμέλεια του ανήλικου
παιδιού σε ένα εκ των γονέων, συνήθως τη μητέρα του, και για τη ρύθμιση του δικαιώματος
επικοινωνίας του παιδιού με τον άλλο γονέα του με τον οποίο δεν διαμένει πια και είναι συνήθως ο πατέρας.
Το δικαστήριο αποφασίζει με οδηγό και γνώμονα
πάντοτε το αληθινό συμφέρον του παιδιού, όπως αυτό εξειδικεύεται σύμφωνα με τα
πραγματικά περιστατικά κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης. Η υπαιτιότητα του γονέα στη
διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης δεν επιδρά ως παράγοντας στην κρίση του δικαστηρίου
αντίθετα με όσα πιστεύουν συνήθως οι γονείς .
Η
επικοινωνία του γονέα με το ανήλικο παιδί του απορρέει από το φυσικό δεσμό του
αίματος και του αισθήματος στοργής προς το τέκνο συντελεί δε στην ανάπτυξη του
ψυχικού του κόσμου και της εν γένει προσωπικότητας του . Για το λόγο αυτό η άσκηση
του δικαιώματος επικοινωνίας θεωρείται από το Δικαστήριο ότι αποβλέπει στο καλώς
εννοούμενο συμφέρον του παιδιού.
Έτσι
συνήθως το Δικαστήριο αποφασίζει ότι το πραγματικό συμφέρον του παιδιού επιβάλλει
να μην αποξενωθεί αυτό ψυχικά από το γονέα με τον οποίο δεν διαμένει, συνήθως
τον πατέρα του, προκειμένου να αναπτυχθούν και καλλιεργηθούν με την πάροδο του
χρόνου τα μεταξύ τους συναισθήματα αγάπης και στοργής που είναι απαραίτητα για
την ανάπτυξη του αισθήματος ασφάλειας και ψυχικής ισορροπίας του ανήλικου
παιδιού.
Αποφασίζει
ότι η επικοινωνία αυτή συμβάλλει στην απαραίτητη δημιουργία του απαραίτητου ψυχικού δεσμού μεταξύ του γονέα
και του παιδιού, στην ανάπτυξη της μεταξύ τους ψυχικής σχέσης προς αποφυγή της αποξένωσης
με το δικαίωμα του γονιού να λαμβάνει γνώση και της ανάπτυξης και της εξέλιξης
της προσωπικότητας του παιδιού και γενικά της παρακολούθησης της όλης πορείας
του .