Πολύς
λόγος έχει γίνει το τελευταίο διάστημα,
ενόψει νομοθετικών μεταρρυθμίσεων στο
οικογενειακό δίκαιο, για το θέμα της
άσκησης κοινής επιμέλειας ή συνεπιμέλειας,
μετά τη διάσταση των συζύγων και το
χωρισμό οπότε και πρέπει άμεσα να
ρυθμιστεί το θέμα της επιμέλειας των
ανήλικων παιδιών. Η επιμέλεια αποτελεί
υποδιαίρεση της γονικής μέριμνας και
αναμφισβήτητα τη σπουδαιότερη από τις
λειτουργίες της και περιλαμβάνει την
ανατροφή,την επίβλεψη τη μόρφωση και
την εκπαίδευση του παιδιού καθώς και
τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής
του. Συνεπώς πρόκειται για κάθε φροντίδα
ή μέτρο σχετικό με την πνευματική, ψυχική
αλλά και σωματική ανάπτυξη του παιδιού
και για την επί καθημερινής βάσεως
φροντίδα για την τροφή, το ντύσιμο,τη
μόρφωση, άθληση ψυχαγωγία,την υγεία
του,τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση του, τη λήψη σωφρονιστικών μέτρων που το
αφορούν καθώς και τη μέριμνα για τον
προσδιορισμό του τόπου διαμονής του
σπιτιού δηλαδή που θεωρείται ωφελιμότερο
να διαμένει το παιδί.
Όμως όλες οι περιπτώσεις δεν είναι κατάλληλες για συνεπιμέλεια . Η συνεπιμέλεια εξαρτάται πρωτίστως από το επίπεδο σχέσεων των γονέων πριν αλλά και μετά το χωρισμό.’Έτσι η συνεπιμέλεια αντενδείκνυται σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας ή όταν οι σχέσεις των γονέων είναι συγκρουσιακές. Σε περίπτωση διαφωνίας το δικαστήριο θα αποφασίσει με κατευθυντήρια γραμμή για τη ρύθμιση της άσκησης της επιμέλειας, το αληθινό συμφέρον του παιδιού, που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του παιδιού σε μια ανεξάρτητη και υπεύθυνη προσωπικότητα. Η συνεπιμέλεια, δηλαδή η ανάθεση της επιμέλειας και στους δύο γονείς, επιλέγεται από το δικαστήριο όταν το συμφέρον του παιδιού στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση επιβάλλει να συμβιώνει τόσο με τη μητέρα του όσο και με τον πατέρα του. Η από κοινού επιμέλεια μπορεί να έχει τη μορφή της χρονικής εναλλασσόμενης κατανομής του χρόνου ανάμεσα στους δύο γονείς ή τη λειτουργική κατανομή, δηλαδή τομείς της επιμέλειας να συνασκούνται εκ μέρους των γονέων.
Προϋποθέσεις που ευνοούν την επιλογή αλλά και τη λειτουργικότητα της επιμέλειας είναι α.η συμφωνία των γονέων ως προς τον τόπο διαμονής του παιδιού καθώς και κοντινοί τόπου διαμονής των γονέων, ώστε να εξασφαλίζεται η εύκολη και ομαλή πρόσβαση του παιδιού και στις δύο χωριστές κατοικίες των γονέων και από αυτές στο σχολείο και τις λοιπές δραστηριότητες του παιδιού και β. οι γονείς να διατηρούν μεταξύ τους καλές και αρμονικές σχέσεις κατά τρόπο ώστε η παράλληλη ύπαρξη δύο κέντρων ζωής του παιδιού να μην αναστατώνουν και απορυθμίζουν τη ζωή του παιδιού, ούτε να δημιουργούν σε αυτό έλλειψη σταθερότητας και ανασφάλειας. Η συνεπιμέλεια σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επιλέγεται, όταν υποχρεώνει το παιδί να ζει σε ένα κλίμα συνεχών εντάσεων και τριβών μεταξύ των γονέων του. Για να είναι λειτουργική η συνεπιμέλεια και να υπηρετεί το πραγματικό συμφέρον του παιδιού πρέπει οι γονείς που αποφασίζουν να μην είναι πλέον σύζυγοι ή σύντροφοι να έχουν μια καλή συνεργασία μεταξύ τους ως γονείς στις επιλογές και στη διαχείριση του παιδιού. Πρέπει συνεπώς να γίνεται προσπάθεια να επιτευχθεί συμφωνία είτε μέσω ουσιαστικών διαπραγματεύσεων των δικηγόρων των συζύγων στα πλαίσια του συναινετικού διαζυγίου ή ακόμη καλύτερα στα πλαίσια της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, η οποία μπορεί να προηγείται του συναινετικού διαζυγίου και επιλύει τις διαφορές των γονέων σε βαθύτερο επίπεδο χωρίς να αρκείται σε μια επιφανειακή διευθέτηση των αξιώσεων, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων. Στα πλαίσια της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, οι γονείς μπορούν με τη βοήθεια του διαμεσολαβητή να εκφραστούν και να γεφυρώσουν τις διαφορές τους, να κατορθώσουν να θέσουν από κοινού ένα νέο πλαίσιο συνεργασίας, να σχεδιάσουν ένα λειτουργικό πλάνο καθημερινότητας του παιδιού, στα δικά τους μέτρα, μια λεπτομερή, ορθά διατυπωμένη, νομικά δεσμευτική και εκτελεστή συμφωνία που ανταποκρίνεται στις ανάγκες των μερών. Η συνεπιμέλεια δεν πρέπει να επιλέγεται όταν υποχρεώνει το παιδί να ζει σε ένα κλίμα συνεχών εντάσεων και τριβών μεταξύ των γονέων του, ή όταν υπηρετεί προσωπικές σκοπιμότητες των γονέων.