Το δικαίωμα της προσωπικής επικοινωνίας του γονέα και του παιδιού εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο των διατάξεων που αφορούν την άσκηση της γονικής μέριμνας. Το δικαίωμα επικοινωνίας εξυπηρετεί πρωτίστως το συμφέρον του παιδιού για την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας του και δευτερευόντως το συμφέρον του γονέα, ο οποίος δεν διαμένει πλέον με το παιδί ως αποτέλεσμα του χωρισμού και του διαζυγίου. Το δικαίωμα αυτό απορρέει τόσο από το φυσικό δεσμό του αίματος που συνδέει τον γονέα με το παιδί αλλά και του αισθήματος στοργής προς το παιδί. Με τις διατάξεις του νέου οικογενειακού δικαίου ( Νόμος 4800/2021) το δικαίωμα επικοινωνίας όπως προβλέπεται στο άρθρο ΑΚ 1520 καθίσταται πλέον λειτουργικό δικαίωμα διότι συνιστά συγχρόνως και υποχρέωση του γονέα που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ο πατέρας.
Με τον νέο νόμο έχει επέλθει εναρμόνιση του δικαίου μας με το άρθρο 9&3 της Διεθνούς Σύμβασης για τα δικαιώματα του Παιδιού, με το άρθρο 8 της (Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και του άρθρου 24 &3 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τα οποία προκύπτει η ύπαρξη υπερνομοθετικής θέσπισης δικαιώματος του παιδιού για προσωπική επικοινωνία με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει.
Με το νέο νομοθετικό πλαίσιο προβλέπεται η οριοθέτηση ενός ελάχιστου χρόνου επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη κατά τα προηγούμενα χρόνια όπου συνήθως ο γονέας που στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν ο πατέρας έβλεπε το παιδί του μόνο δύο Σαββατοκύριακα το μήνα (ο μπαμπάς του Σαββατοκύριακου). Ο χρόνος πια αυτός θεωρείται ανεπαρκής από το νόμο. ο οποίος πλέον προβλέπει ένα τεκμήριο φυσικής παρουσίας του παιδιού το οποίο, σύμφωνα με τα επιστημονικά δεδομένα είναι τουλάχιστον το 1/3 του συνολικού χρόνου του παιδιού. Αυτό το τεκμήριο μπορεί στην υλοποίηση του από τον δικαστή να λάβει διάφορες μορφές. Επομένως στο εξής όταν το Δικαστήριο αποφασίζει για τη ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του γονέα, συνήθως του πατέρα, πρέπει να ορίσει ένα χρόνο ίσο ή μεγαλύτερο από το 1/3 του συνολικού χρόνου. Εάν το δικαστήριο ορίσει μικρότερο χρόνο από το 1/3 πρέπει στην απόφαση του ο δικαστής να αναφέρει ειδική αιτιολογία για να δικαιολογήσει δηλαδή το λόγο για τον οποίο όρισε μικρότερη επικοινωνία. Τέτοιοι λόγοι περιορισμού της επικοινωνίας είναι εξαιρετικά σοβαροί λόγοι όπως όταν ο γονέας κριθεί ακατάλληλος διότι π.χ. είναι παραμελητικός απέναντι στο παιδί ή καλλιεργεί αρνητικά συναισθήματα για τον άλλο γονέα συνήθως τη μητέρα που έχει την επιμέλεια ή διαπράττει ασελγείς πράξεις ή πάσχει από σοβαρό ψυχικό ή σωματικό νόσημα από το οποίο προκύπτει κίνδυνος για το παιδί.Προκειμένου το δικαστήριο να διαπιστώσει εάν συντρέχουν αυτοί οι λόγοι έχει το δικαίωμα να διατάξει εμπεριστατωμένη έκθεση κοινωνικής λειτουργού και ψυχιατρική εκτίμηση του γονέα. Εάν δεν συντρέχουν αυτές οι περιπτώσεις το δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα (πατέρα) με το παιδί δεν μπορεί να περιοριστεί. Τα δικαστήρια πρέπει να προβαίνουν σε πολύ προσεκτικό έλεγχο της αναγκαιότητας των περιορισμών του δικαιώματος επικοινωνίας του γονέα καθώς συνιστά δικαίωμα του παιδιού να διατηρεί σχέση και με τους δύο γονείς του. Εάν προσβάλλεται το δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα αυτός έχει δικαίωμα να προσφύγει στο δικαστήριο ακόμη και με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και να διεκδικήσει την άμεση ρύθμιση του δικαιώματος επικοινωνίας του με το παιδί του.